- εισάγω
- εισάχτηκα, εισηγμένος, μτβ.1. (για πράγματα), βάζω κάτι μέσα σε άλλο, βάζω μέσα: Εισάγει το ξίφος στη θήκη του.2. (για εμπορεύματα, προϊόντα κτλ.), φέρνω κάτι από το εξωτερικό, κάνω εισαγωγή ειδών από άλλη χώρα: Εισάγει μπανάνες από το Ισραήλ.3. καθιερώνω κάτι, εφαρμόζω πρώτος εγώ, εγκαινιάζω κάτι: Εισάγει νέες εκπαιδευτικές μεθόδους.4. (για πρόσωπα), παρουσιάζω, συστήνω κάποιον: Ζήτησε να εισαχτεί στον υπουργό.5. κάνω να γίνει κάποιος δεκτός σε κάποιο ίδρυμα: Πρέπει να εισαχτεί σε νοσοκομείο. – Θα εισαχτούν φέτος στη θεολογική σχολή είκοσι μόνο φοιτητές.6. κατηχώ, καθοδηγώ: Τον εισάγει στην ιδεολογία του κομουνιστικού κόμματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.